προσλογεύω

προσλογεύω
Α
1. καταλογίζω επί πλέον
2. απαιτώ κάτι επιπροσθέτως και, ιδίως, απαιτώ πρόσθετη φορολογική επιβάρυνση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + λογεύω «συλλέγω φόρους ή εισφορές»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”